περατώσει

περατώσει
περάτωσις
ending
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
περατώσεϊ , περάτωσις
ending
fem dat sg (epic)
περάτωσις
ending
fem dat sg (attic ionic)
περατόω
limit
aor subj act 3rd sg (epic)
περατόω
limit
fut ind mid 2nd sg
περατόω
limit
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… …   Dictionary of Greek

  • πτυχιούχος — ο, η, Ν αυτός ο οποίος έχει περατώσει με επιτυχία τις σπουδές του σε ανώτατη σχολή και έχει πάρει το πτυχίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχίο + ούχος* (< έχω), πρβλ. αριστ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • τελειοδίδακτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει περατώσει τις σπουδές του 2. αυτός που είχε μέτρια επιτυχία στις πανεπιστημιακές εξετάσεις πτυχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”